ἔντιμος

ἔντιμος
1784 ἔντιμος
{прил., 5}
1. ценный, драгоценный;
2. чтимый, почетный, уважаемый.
Ссылки: Лк. 7:2; 14:8; Флп. 2:29; 1Пет. 2:4, 6. LXX: 1935 (דוֹה).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ἔντιμος" в других словарях:

  • Ἔντιμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντιμος — (6ος; αι. π. Χ.). Ένας από τους οικιστές της Γέλας, στη Σικελία. Ήταν αρχηγός των Κρητών και ταξίδεψε μαζί με τον Ρόδιο Αντίφημο, 45 χρόνια μετά την κτίση των Συρακουσών. * * * η, ο (AM ἔντιμος, ον) Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ἔντιμος — ἔντῑμος , ἔντιμος in honour masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντιμος — η, ο επίρρ. α 1. που είναι σε τιμή, τιμημένος. 2. τίμιος, ηθικός, ευσυνείδητος. 3. που γίνεται σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της τιμής: Έντιμη πράξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βίος, έντιμος — Στο δίκαιο, ο πριν από την παράνομη πράξη έ.β. είναι λόγος μείωσης της ποινής. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη για την αποκατάσταση εκείνων που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα μετά από ποινική καταδίκη …   Dictionary of Greek

  • Ἐντίμου — Ἔντιμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐντίμῳ — Ἔντιμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔντιμε — Ἔντιμος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔντιμον — Ἔντιμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντιμότερον — ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour adverbial comp ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour masc acc comp sg ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»